οἰακιστής

οἰακιστής
οἰακιστής
steersman
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οιακιστής — ο (Α οἰακιστής) [οιακίζω] αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού οίακα τού πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης νεοελλ. (ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο τής ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό… …   Dictionary of Greek

  • οιακονόμος — ο (Α οἰακονόμος) νεοελλ. ναυτ. αξιωματικός ή υπαξιωματικός προϊστάμενος τών οιακιστών ενός σκάφους αρχ. 1. πηδαλιούχος, οίακιστής 2. (κατ επέκτ.) διοικητής, κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”